Versorger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Versorger (de) αρσενικό (θηλυκό Versorgerin)
- ο εφοδιαστής
- ο τροφοδότης
Versorger (de) αρσενικό (θηλυκό Versorgerin)