Vietnamesisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Vietnamesisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) τα βιετναμέζικα
Δείτε επίσης : vietnamesisch |
Vietnamesisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό