Wohnzimmer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Wohnzimmer (de) ουδέτερο

  • το σαλόνι
    wir haben im Wohnzimmer ein Kaffee getrunken - ήπιαμε έναν καφέ στο σαλόνι