Zigarette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Zigarette (de) θηλυκό

  • το τσιγάρο
    willst du eine Zigarette? - θέλεις ένα τσιγάρο;