Μετάβαση στο περιεχόμενο

Zitrone

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Zitrone die Zitronen
γενική der Zitrone der Zitronen
δοτική der Zitrone den Zitronen
αιτιατική die Zitrone die Zitronen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Zitrone < ιταλική citrone < λατινική citrus < αρχαία ελληνική κέδρος [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡siˈtʁoːnə/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Zitrone (de) θηλυκό

  1. (φρούτο) το λεμόνι
     συνώνυμα: Limone
  2. (συνεκδοχικά) η λεμονιά
     συνώνυμα: Zitronenbaum

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Zitrone στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Zitrone - Duden online.
  2. Zitrone - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).