Zunge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Zunge (de) θηλυκό
- το αισθητήριο όργανο της γλώσσας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- etwas auf der Zunge haben - μου έρχεται να πω κάτι