Μετάβαση στο περιεχόμενο

akuŝata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

akuŝata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος akuŝi