Μετάβαση στο περιεχόμενο

alo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
alo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *al- (αυξάνω, τρέφω)

alo (la)