alo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- alo < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *al- (αυξάνω, τρέφω)
Ρήμα[επεξεργασία]
alo (la)
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (alo, alui, al(i)tum, alere)
|