Μετάβαση στο περιεχόμενο

amata

Από Βικιλεξικό

Εσπεράντο (eo)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

amata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος ami