amministro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amministro < ad + ministro

Ρήμα[επεξεργασία]

amministro (& administro) (amministrō1, amministrāvī, amministrātum, amministrāre)

Κλίση[επεξεργασία]