anschnallen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
anschnallen (de)
- βάζω, δένω με ζώνη ασφαλείας
- Schnall dich an! - Βάλε τη ζώνη ασφαλείας σου!
anschnallen (de)