appassire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ap.pasˈsi.re/
Ρήμα[επεξεργασία]
appassire (it)
- μαραίνομαι
- εξασθενώ
- (για σταφύλια) αποξηραίνομαι
Πηγές[επεξεργασία]
- appassire - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).