arrache
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
arrache (fr)
- βιαστικά (για μια κακοφτιαγμένη δουλειά)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- à l'arrache: ίσα ίσα, μόλις και μετά βίας
arrache (fr)