atenção
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- atenção <.......
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]atenção (pt) θηλυκό (πληθ. atenções)
- η προσοχή
- στρατιωτικό παράγγελμα
atenção (pt) θηλυκό (πληθ. atenções)