athéiser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

athéiser (fr)

  • αθεΐζω
  1. εκφράζομαι αθεϊστικά
  2. επαναδιατυπώνω, επανερμηνεύω αθεϊστικά κάτι προϋπάρχον