bukliĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ρήμα bukliĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας bukliĝas bukliĝanta bukliĝata
αόριστος bukliĝis bukliĝinta bukliĝita
μέλλοντας bukliĝos bukliĝonta bukliĝota
υποθετική bukliĝus - -
προστακτική bukliĝu - -

bukliĝi (eo)