château
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]château (fr)
Il habite dans un château : κατοικεί σε ένα πύργο.
Le château fort : το (οχυρωμένο) κάστρο.
château (fr)
Il habite dans un château : κατοικεί σε ένα πύργο.
Le château fort : το (οχυρωμένο) κάστρο.