Μετάβαση στο περιεχόμενο

chez-moi

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chez-moi < chez + moi

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chez-moi (fr) αρσενικό άκλιτο

  • (με συναισθηματική έννοια) το σπίτι μου