ciągłość
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ciągłość (pl) θηλυκό
- η συνέχεια, η έλλειψη διακοπής
- (μαθηματικά) η συνέχεια, ιδιότητα συναρτήσεων
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη ciąg
ciągłość (pl) θηλυκό
→ δείτε τη λέξη ciąg