Μετάβαση στο περιεχόμενο

ciągłość

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ciągłość (pl) θηλυκό

  1. η συνέχεια, η έλλειψη διακοπής
  2. (μαθηματικά) η συνέχεια, ιδιότητα συναρτήσεων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 δείτε τη λέξη ciąg