compte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]compte (fr), des comptes.
Ομόφωνα
[επεξεργασία]le conte, le comte, il compte.
Il a fait les comptes : έκανε τους λογαριασμούς / τον λογαριασμό.
Il travaille pour le compte de X : δουλεύει για λογαριασμό του Χ.