contrôlabilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- contrôlabilité < contrôlable + -ité
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
contrôlabilité (fr) θηλυκό
- η δυνατότητα να ασκηθεί έλεγχος σε κάτι