corazón
Εμφάνιση
Γαλικιανά (gl)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]corazón (gl)
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
corazón | corazones |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.ɾaˈson/ (Λατινική Αμερική)
- ΔΦΑ : /ko.ɾaˈθon/ (Ισπανία)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : co‐ra‐zón
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]corazón (es) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- corazón - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] (στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenario [23η έκδοση], 2014.