Μετάβαση στο περιεχόμενο

corazón

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corazón (gl)



ενικός πληθυντικός
corazón corazones

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
corazón < λατινική cor

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ko.ɾaˈson/ (Λατινική Αμερική)
ΔΦΑ : /ko.ɾaˈθon/ (Ισπανία)
τυπογραφικός συλλαβισμός: corazón

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corazón (es) αρσενικό