daktilografi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
daktilografi < daktilograf- + -i
ρήμα daktilografi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας daktilografas daktilografanta daktilografata
αόριστος daktilografis daktilografinta daktilografita
μέλλοντας daktilografos daktilografonta daktilografota
υποθετική daktilografus - -
προστακτική daktilografu - -

daktilografi (eo)