danés
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | danés | daneses |
θηλυκό | danesa | danesas |
danés (es) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | danés | daneses |
θηλυκό | danesa | danesas |
danés (es) αρσενικό
- (εθνικό όνομα) Δανός
- (γλώσσα) δανικά, δανέζικα