davantage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- davantage < d'avantage < de + avantage
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
davantage (fr)
- Cela suffit, il n'en dira pas davantage. Αρκούν αυτά, δεν θα πει περισσότερα.
- N'en demande pas davantage. Μη ζητάς περισσότερα.
- Ce livre me plaît davantage. Αυτό το βιβλίο μου αρέσει περισσότερο.
- N'attends pas davantage. Μην περιμένεις περισσότερο.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- davantage de περισσότεροι/περισσότερες/περισσότερα
- Il faut davantage d'enseignants. Χρειάζονται περισσότεροι εκπαιδευτικοί.
- davantage que περισσότερο από
- Ce qu'il fait m'importe davantage que ce qu'il dit. Αυτό που κάνει με ενδιαφέρει περισσότερο από αυτό που λέει.