degenerigota

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

degenerigota (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος degenerigi