deploro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
deploro < de + ploro

deploro (la) (dēplōrō1, dēplōrāvī, dēplōrātum, dēplōrāre)

  1. θρηνώ
  2. παραπονιέμαι
  3. εγκαταλείπω