difuziĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ρήμα difuziĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | difuziĝas | difuziĝanta | difuziĝata |
αόριστος | difuziĝis | difuziĝinta | difuziĝita |
μέλλοντας | difuziĝos | difuziĝonta | difuziĝota |
υποθετική | difuziĝus | - | - |
προστακτική | difuziĝu | - | - |
difuziĝi (eo)