dikiĝis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

dikiĝis (eo)

  • αόριστος του ρήματος dikiĝi