disociata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

disociata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος disocii