Μετάβαση στο περιεχόμενο

dizertota

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

dizertota (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος dizerti