doctoralement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

doctoralement (fr)

  • {χλευαστικά} με βαρύ, σοβαρό, επίσημο τόνο της φωνής

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  docteur