dormi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dormi < dorm- + -i
ρήμα dormi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας dormas dormanta dormata
αόριστος dormis dorminta dormita
μέλλοντας dormos dormonta dormota
υποθετική dormus - -
προστακτική dormu - -

dormi (eo)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]



dormi (ro)