Μετάβαση στο περιεχόμενο

duobligata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

duobligata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος duobligi