dziewięć
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
dziewięć (pl)
- εννέα
- w teleturnieju udział brało dziewięciu panów i dziewięć pań - στον τηλεμαραθώνιο μέρος πήρανε εννέα άντρες και εννέα γυναίκες
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συντάσσεται με γενική (dopełniacz)