dziewięć

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

dziewięć (pl)

  1. εννέα
    w teleturnieju udział brało dziewięciu panów i dziewięć pań - στον τηλεμαραθώνιο μέρος πήρανε εννέα άντρες και εννέα γυναίκες

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]