Μετάβαση στο περιεχόμενο

edziĝita

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

edziĝita (eo)

  • αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος edziĝi