einladen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

einladen (de)

er hat die ganze Familie eingeladen - προσκάλεσε όλη την οικογένεια