eksplodi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eksplodi < eksplod- + -i
ρήμα eksplodi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας eksplodas eksplodanta eksplodata
αόριστος eksplodis eksplodinta eksplodita
μέλλοντας eksplodos eksplodonta eksplodota
υποθετική eksplodus - -
προστακτική eksplodu - -

eksplodi (eo)