ΑΦΜ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΑΦΜ < : Αριθμός Φορολογικού Μητρώου
Από τα αρχικά των λέξεων : Αντίγραφο Φύλλου Μητρώου
Συντομομορφή
[επεξεργασία]Α.Φ.Μ. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο, προφέρεται α-φι-μί
- ο αριθμός μητρώου υπόχρεων φορολογίας φυσικών και νομικών προσώπων, σύμφωνα με την κείμενη σχετική νομοθεσία.