elektrolit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
elektrolit (pl) αρσενικό
- (φυσική, χημεία) ο ηλεκτρολύτης