enoto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

enoto < ex + noto

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈno.toː/

Ρήμα[επεξεργασία]

enoto (la) (enotō1, enotāvī, enotātum, enotāre)

Κλίση[επεξεργασία]