Μετάβαση στο περιεχόμενο

esprimata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

esprimata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος esprimi