fotelik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
fotelik (pl) < υποκοριστικό από το fotel (pl)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fotelik (pl) αρσενικό
- η μικρή πολυθρόνα (πολυθρονούλα, πολυθρονίτσα)