francio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- francio < νεολατινική francium
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfran.t͡ʃo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
francio (it) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: φράγκιο
Πηγές[επεξεργασία]
- francio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).