fryzjerka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]fryzjerka (pl) < θηλυκό του fryzjer
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fryzjerka (pl) θηλυκό
fryzjerka (pl) < θηλυκό του fryzjer
fryzjerka (pl) θηλυκό