fryzjerka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

fryzjerka (pl) < θηλυκό του fryzjer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fryzjerka (pl) θηλυκό