ganso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλικιανά (gl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ganso (gl)
Ισπανικά (es) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ganso (es)
Ίντο (io) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ganso (io)
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ganso (pt)
Τσαμόρο (ch)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ganso