geen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Άρθρο
[επεξεργασία]geen (nl)
- Χρησιμοποιείται σαν το αντώνυμο του een και άλλων αορίστων άρθρων.
- κανένας
- ik lees geen boeken - δεν διαβάζω βιβλία (κανένα βιβλίο)
- hij heeft geen werk - δεν έχει δουλειά (καμία δουλειά)