genero

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

genero (it)

  • γαμπρός ("ο αρσενικός σύζυγος του παιδιού μου")