genuiĝota

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

genuiĝota (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος genuiĝi