heteroseksüel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /hɛ.tɛ.ɾɔ.sɛc.sʏˈel/

Επίθετο

[επεξεργασία]

heteroseksüel (tr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

heteroseksüel (tr)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]